- ενθυμίζω
- ενθύμισα, μτβ., φέρνω στη μνήμη ή τη σκέψη κάποιου κάτι, του το θυμίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐνθυμίζω — pres subj act 1st sg ἐνθυμίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθυμίζω — (AM ἐνθυμίζω) μσν. νεοελλ. θυμίζω κάτι σε κάποιον, φέρνω στον νου κάποιου, υπενθυμίζω μσν. αναφέρω, κάνω λόγο αρχ. μσν. (το μέσ.) ενθυμίζομαι μτγν. και μσν. τ. τού ενθυμούμαι 1. «ενθυμιζόμενοι λογιζόμενοι» (Σούδα) 2. επιθυμώ κάτι («Ἀμισὸν… … Dictionary of Greek
ἐνθυμίζοντα — ἐνθυμίζω pres part act neut nom/voc/acc pl ἐνθυμίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθύμιζε — ἐνθυμίζω pres imperat act 2nd sg ἐνθυμίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμίζειν — ἐνθυμίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμίζουσα — ἐνθυμίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμίζει — ἐνθυμίζομαι pres ind mp 2nd sg ἐνθυμίζω pres ind mp 2nd sg ἐνθυμίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθυμιστός — ἐνθυμιστός, ή, όν (Α) [ενθυμίζω] ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως βάρος, ως τύψη στην ψυχή, που τόν παίρνει κανείς κατάκαρδα … Dictionary of Greek
υπενθυμίζω — Ν κάνω κάποιον να θυμηθεί κάτι, ξαναθυμίζω σε κάποιον κάτι («σού υπενθυμίζω ότι μεθαύριο λήγει η προθεσμία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ενθυμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Μαν. Βερνάρδο] … Dictionary of Greek
ἐνθυμιζόμενοι — ἐνθυμίζομαι pres part mp masc nom/voc pl ἐνθυμίζω pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)